- ισχυρογνωμονώ
- ἰσχυρογνωμονῶ, -έω (Μ) [ισχυρογνώμων]είμαι ισχυρογνώμονας.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ισχυριστικός — ἰσχυριστικός, ή, όν (Α) [ισχυρίζομαι] ο ισχυρογνώμονας*. επίρρ... ἰσχυριστικῶς (Α) φρ. «ἰσχυριστικῶς ἔχω» ισχυρογνωμονώ* … Dictionary of Greek